Ὁπλής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλης — Ὅπλευς masc nom pl Ὅπλευς masc nom/voc pl Ὅπλης nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλῆς — ὁπλέω make ready pres ind act 2nd sg (doric) ὁπλή hoof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπλης — ὁπλέω make ready imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁπλῆτος — Ὁπλής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητας — Ὅπλης masc/fem acc pl Ὅπλητες masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητες — Ὅπλης masc/fem nom/voc pl Ὅπλητες masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπλητος — Ὅπλης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκρήνη — Ονομασία δύο πηγών, που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, από χτύπημα της οπλής του Πήγασου στο έδαφος. 1. Πηγή που ανάβλυσε στην Τροιζήνα ή κοντά στην πόλη αυτή, όταν ο Βελλερεφόντης, έφιππος στο φτερωτό του άλογο, ζήτησε από τον Πιτθέα… … Dictionary of Greek
περιστενίτιδα — η, Ν (κτην.) χρόνια φλεγμονή τών στεφανιαίων δακτυλίων τής οπλής τών ιπποειδών, που καθιστά ανώμαλη την επιφάνεια τού τοιχώματος τής οπλής … Dictionary of Greek